ουρία

ουρία
I
Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το 1773 και προσδιόρισε τη χημική της σύνθεση ο Πρου το 1824. Υπήρξε η πρώτη οργανική ένωση που παρασκευάστηκε συνθετικά. Αυτό έγινε από τον Βέλερ το 1828, με αρχικό προϊόν το κυανικό αμμώνιο, και είχε τεράστιο ενδιαφέρον, γιατί αποδείχτηκε ότι είναι δυνατό να παρασκευαστούν στο εργαστήριο χημικές ενώσεις που έως τότε θεωρούνταν ότι παράγονται μόνο από τους ζωικούς οργανισμούς. Η ο. σχηματίζεται ως τελικό παράγωγο του πρωτεϊνικού μεταβολισμού των ζώντων οργανισμών. Είναι ουσία λευκή, κρυσταλλική, διαλυτή στο νερό και στην αλκοόλη, αδιάλυτη στον αιθέρα, έχει χαρακτήρα βάσης, αντιδρά και σχηματίζει άλατα με πολλά οξέα. Σε υδατικό διάλυμα, όταν θερμανθεί διασπάται σε διοξείδιο του άνθρακα και αμμωνία: αντιδρά με τις αλδεΰδες και σχηματίζει προϊόντα συμπύκνωσης με όψη ρητινώδη, τα οποία, όταν θερμανθούν, αποκτούν ισχυρή σκλήρυνση. Παρασκευάζεται εάν αντιδράσει η αμμωνία με το φωσγένιο ή αν θερμανθεί ένα διάλυμα κυανικού αμμωνίου ή αν σαπωνοπονηθεί με αραιό θειικό οξύ ένα διάλυμα κυαναμίδιου. Η βιομηχανική παρασκευή της γίνεται με θέρμανση διοξειδίου του άνθρακα και αμμωνίας υπό πίεση ή με υδρόλυση του κυαναμίδιου.
Η ο. χρησιμοποιείται ως αζωτούχο λίπασμα στη γεωργία, για την κατασκευή πλαστικών υλικών (ρητίνες ουρίας), ως σταθεροποιητής στα εκρηκτικά υλικά, στην ιατρική ως διουρητικό, για την παρασκευή κολλητικών ουσιών κλπ. Από τις πολυάριθμες ενώσεις που περιέχουν ο. αναφέρουμε τα ουρείδια, που μπορούν να θεωρηθούν παράγωγα της ο. αν αντικατασταθούν ένα ή δύο άτομα υδρογόνου των αμινικών ομάδων με ισάριθμες όξινες ρίζες: παρασκευάζονται με συμπύκνωση και, ακολούθως, με απομάκρυνση ύδατος της ο., με ένα οξύ, ένα oξυοξύ ή ένα διβασικό. Είναι ουσίες στερεές, κρυσταλλικές, διαλυτές στο νερό και χρησιμοποιούνται στην ιατρική ως καταπραϋντικά του νευρικού συστήματος. Από τα κοινότερα ουρείδια είναι το βαρβιτουρικό οξύ και τα παράγωγά του.
II
(uria aalge). Στεγανόποδο της οικογένειας των αλκιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Το πουλί αυτό, που έχει έντονες αγελαίες συνήθειες, ζει το καλοκαίρι στις βόρειες ζώνες του Ατλαντικού, του Ειρηνικού και των γειτονικών με αυτούς θαλασσών, περίπου στα τέλη όμως του φθινοπώρου μεταναστεύει προς τα Ν, φτάνοντας έως το πλάτος των 35°. Έχει συνολικό μήκος 45 εκ. Εκτός από το ότι έχει περίφημη πτητική ικανότητα, είναι ικανότατο και στην κολύμβηση και στην κατάδυση. Τρέφεται από διάφορα θαλάσσια ζώα, προπάντων ψάρια. Το κρέας του δεν είναι φαγώσιμο, ενώ αντίθετα, είναι περιζήτητα τα αβγά του· το θηλυκό γεννάει μόνο ένα αβγό και το εναποθέτει πάνω σε σκοπέλους.
* * *
(I)
οὐρία, ἡ (Α)
βλ. ούριος (Ι).
————————
(II)
η (Α οὐρία)
το πτηνό ούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ουρώ*].
————————
(III)
η
(βιοχ.-χημ.) αζωτούχα οργανική ένωση, διαμίδιο τού ανθρακικού οξέος που αποτελεί το κύριο αζωτούχο προϊόν τού καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα θηλαστικά και σε ορισμένους ιχθύς και εμφανίζεται στα ούρα, στο αίμα, στη χολή, στο γάλα και στον ιδρώτα, αλλ. καρβαμίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. uree (< λατ. urina «ούρο», βλ. λ. ουρώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οὐρία — οὐρίᾱ , οὔριος with a fair wind fem nom/voc/acc dual οὐρίᾱ , οὔριος with a fair wind fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱ , οὐρία fem nom/voc/acc dual οὐρίᾱ , οὐρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίᾳ — οὐρίᾱͅ , οὔριος with a fair wind fem dat sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱͅ , οὐρία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ουρία — βιοχ. ιατρ. επίθημα αντιδάνειων επιστημονικών όρων το οποίο δηλώνει την παρουσία στα ούρα τού χαρακτηριστικού ή συστατικού που δηλώνεται από το θέμα τής αντίστοιχης λέξης (πρβλ. γαλλ. aceton urie > ακετον ουρία, acid urie > οξυ ουρία, αγγλ …   Dictionary of Greek

  • -ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά …   Dictionary of Greek

  • ούρια — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… …   Dictionary of Greek

  • ουρία — η (ιατρ.), συστατικό των ούρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὔρια — οὔριον ward neut nom/voc/acc pl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίας — οὐρίᾱς , οὔριος with a fair wind fem acc pl οὐρίᾱς , οὔριος with a fair wind fem gen sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱς , οὐρία fem acc pl οὐρίᾱς , οὐρία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρι' — οὔρια , οὔριον ward neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔρια , οὔριος with a fair wind neut nom/voc/acc pl οὔριε , οὔριος with a fair wind masc voc sg οὔριε , οὔριος with a fair wind masc/fem voc sg οὔριαι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρίαι — οὐρίᾱͅ , οὔριος with a fair wind fem dat sg (attic doric aeolic) οὐρίᾱͅ , οὐρία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”